- στλέγγιστρον
- στλέγγ-ιστρον, τό,= στλεγγίς, EM725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στλέγγιστρον — και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α στλεγγίδα, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ τρον)] … Dictionary of Greek
στέλγιστρον — τὸ, Α βλ. στλέγγιστρον … Dictionary of Greek
στέργγιστρον — τὸ, Α βλ. στλέγγιστρον … Dictionary of Greek